- δίδοσθαι
- δίδωμιAër.pres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχειροτονία — ή, Α [προχειροτονῶ] η προκαταρκτική ψηφοφορία, η δήλωση τής γνώμης τής εκκλησίας τού δήμου με ανάταση τών χεριών για τα προβουλεύματα τής βουλής («περὶ τῆς ὀστρακοφορίας προχειροτονίαν δίδοσθαι, εἰ δοκεῑ ἤ μή», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
БЛАГОДАТЬ — [древнеевр. или ; древнегреч. χάρις], нетварная Божественная сила (δύναμις), в к рой Бог являет Себя человеку, а человек с ее помощью преодолевает в себе греховное начало и достигает состояния обожения. В Ветхом Завете древнеевр. и не всегда… … Православная энциклопедия
ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… … Православная энциклопедия